Ενετοκρατία 1204-1669
Με την Δ΄ Σταυροφορία και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Κρήτη δίδεται στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό, που στη συνέχεια την πουλά στους Ενετούς. Αλλά προτού υπογραφεί η αγοραπωλησία, το 1266 ο Γενουάτης Κόμης της Μάλτας, Ερρίκος Πισκατόρι, καταλαμβάνει την Κρήτη και οι Γενοβέζοι, αντίπαλοι των Ενετών, λεηλάτησαν την πόλη και την παρέδωσαν στη φωτιά.
Χρειάστηκαν 8 χρόνια για να μπορέσει η Βενετία να εξώσει τους Γενουάτες από το νησί. Από το 1210 μέχρι το 1252 η Βενετία προσπαθεί να εδραιώσει την εξουσία της στη δυτική Κρήτη, όπου οι τοπικοί ηγέτες με τη συνεργασία της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας αντιστέκονται. Στα 1252 η πόλη και ο νομός μοιράζονται σε 90 "καβαλαρίες" και δίδονται στους Ενετούς αποίκους με τη ρητή υποχρέωση να ξαναχτίσουν την πόλη των Χανίων. Επισκευάζουν το τείχος του Καστελίου και οργανώνουν πολεοδομικά την πόλη μέσα στα όριά του. Οι Ενετοί έχτισαν την πόλη ακολουθώντας ενετικά πρότυπα αρχιτεκτονικής. Mέσα στον οχυρωματικό περίβολο που επισκευάζεται, χτίζεται μια νέα πόλη με σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο, ωραία δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, τον καθεδρικό ναό της Παναγίας, το παλάτι του Ρέκτορα (Διοικητή), και τις κατοικίες των μεγάλων αξιωματούχων. Τα δημόσια κτίρια αναπτύσσονται κατά μήκος του κεντρικού δρόμου (corso - σημερινή οδός Κανεβάρo) που διασχίζει το Καστέλι από ανατολικά. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν ακόμα οι επιβλητικές είσοδοι των παλατιών των ενετών αρχόντων και κυριαρχούσε η γοτθική αρχιτεκτονική. Γύρω από το Καστέλλι αναπτύχθηκε μια άλλη οικιστική ενότητα γνωστή ως βούργοι, δηλαδή προάστια. Η οχύρωση της πόλης άρχισε το 1336 και κράτησε 20 χρόνια. Έξω από τα τείχη, στις αρχές του 14ου αιώνα, χτίζονται οι μονές του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών και του Αγίου Νικολάου των Δομηνικανών μοναχών. Στα αστικά κέντρα της Κρήτης επικρατεί το καθολικό στοιχείο, αντίθετα με την ύπαιθρο, όπου κυριαρχούν οι ορθόδοξοι. Από την πρώτη περίοδο της πόλης, κατά την οποία αυτή περιορίζεται μέσα στα όρια του Καστελίου, ελάχιστα στοιχεία σώζονται, καθώς οι σεισμοί και οι άλλες καταστροφές είναι συχνές. Τα Χανιά εξελίσσονται σε δεύτερη πόλη του "Βασιλείου της Κρήτης", είναι έδρα "Ρέκτορα" και Λατίνου Επισκόπου. Η πόλη και το λιμάνι της αποτελούν το κέντρο μιας πλούσιας γεωργικής περιοχής με οικονομικές και πολιτιστικές διασυνδέσεις με την Βενετία. Σταδιακά η πόλη επεκτείνεται και έξω από το παλιό φρούριο ώστε θεωρείται απαραίτητη η νέα και σύγχρονη οχύρωσή της. Έτσι, στα μέσα του 16ου αιώνα η πόλη οχυρώνεται για μια ακόμη φορά σε σχέδια και επίβλεψη του διάσημου στα οχυρωματικά έργα Βερονέζου Μichele Sanmichielli με σύγχρονα τείχη και τάφρο. Οι νέες οχυρώσεις έχουν παραλληλόγραμμο σχήμα και περικλείουν μια αρκετά μεγάλη έκταση. Τα τείχη με την τάφρο - που όμως δεν γέμισε ποτέ με νερό - περιλαμβάνουν και το λιμάνι και είναι κτισμένα με τις πιο σύγχρονες για την εποχή αντιλήψεις της οχυρωματικής τεχνικής. Μέσα στη νέα αυτή πόλη με το καλύτερο ρυμοτομικό σχέδιο χτίζονται ή επισκευάζονται ναοί, μεγάλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια που ακολουθούν τις τάσεις του βενετσιάνικου μανιερισμού. Ανεγείρεται νέο υδραγωγείο, κτίσματα για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών αναγκών και στο λιμάνι χτίζονται σταδιακά 22 νεώρια που χρησίμευαν για τη φιλοξενία και επισκευή, κατά τους χειμερινούς μήνες, των πλοίων του βενετσιάνικου στόλου. Η οχύρωση ενισχύεται με φρούρια στα νησάκια Θεοθωρού, Σούδα και Γραμβούσα. Αλλά οι αντιδράσεις του προσανατολισμένου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ελληνική Αυτοκρατορία ντόπιου στοιχείου είναι συχνές. Από το 1212 και μέχρι το τέλος της Ενετοκρατίας οι Κρήτες πραγματοποίησαν 27 επαναστάσεις. Αρχηγοί των επαναστάσεων αυτών ήταν μέλη των οικογενειών των 12 Αρχοντόπουλων, οι οποίες είχαν διατηρήσει τα φεουδαλικά τους προνόμια και διακρίνονταν για τον υλικό και πνευματικό τους πλούτο, αλλά και την εμμονή τους στο Ορθόδοξο Δόγμα και την αποτίναξη του ξενικού ζυγού. Στις συνεχείς εθνικο-κοινωνικές εξεγέρσεις ο ρόλος των "αρχοντορωμαίων" και του Κλήρου είναι μεγάλος. Η δυτική επιρροή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, παρά τις έντονες προσπάθειες προσηλυτισμού που καταβάλλονται. Η μακραίωνη ωστόσο συμβίωση των δύο στοιχείων θα δημιουργήσει μια κοινωνική και πολιτιστική προσέγγισή τους, αλλά χωρίς να υποχωρεί το στοιχείο της αντιπαράθεσης. Δημιουργούνται όμως σιγά - σιγά οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να μπορούμε σήμερα να αναφερόμαστε στην "Κρητική Αναγέννηση" στους τομείς της λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής. |